- εκπιεστός
- -ή, -ό (Α ἐκπιεστός, -ή, -όν)αυτός που προήλθε από εκπίεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπιεστά — ἐκπιεστός squeezed out neut nom/voc/acc pl ἐκπιεστά̱ , ἐκπιεστός squeezed out fem nom/voc/acc dual ἐκπιεστά̱ , ἐκπιεστός squeezed out fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)